- απιστία
- infidélité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀπιστία — ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc/acc dual ἀπιστίᾱ , ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
ἀπιστίᾳ — ἀπιστίαι , ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απιστία — η 1. δυσπιστία: Είχε μιαν απιστία σ όλους γενικά τους ανθρώπους. 2. το να μην πιστεύει κανείς στο Θεό: Εδώ και μερικά χρόνια τον έχει κυριέψει η απιστία. 3. παραβίαση της συζυγικής πίστης: Έλεγαν ότι έκανε απιστίες στη γυναίκα του. 4. αδίκημα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπιστίας — ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem acc pl ἀπιστίᾱς , ἀπιστία unbelief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαι — ἀπιστία unbelief fem nom/voc pl ἀπιστίᾱͅ , ἀπιστία unbelief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαν — ἀπιστίᾱν , ἀπιστία unbelief fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστιῶν — ἀπιστία unbelief fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίαις — ἀπιστία unbelief fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίη — ἀπιστία unbelief fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστίην — ἀπιστία unbelief fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)